αγριολογώ

αγριολογώ
(I)
βρίζω, εξυβρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άγριος + παραγ. κατάλ. -λογώ < λέγω (= ομιλώ)].
————————
(II)
βοτανίζω τον αγρό, αφαιρώ την αγριάδα ή άλλα βότανα που φυτρώνουν μετά το όργωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγρία (= βοτάνι) + παραγ. κατάλ. -λογώ < λέγω (= συλλέγω, μαζεύω).
ΠΑΡ. αγριολόγημα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγριολογιά — η [αγριολογώ (Ι)] απρεπής λόγος, βρισιά …   Dictionary of Greek

  • αγριολόγημα — το [αγριολογώ (ΙΙ)] το βοτάνισμα τής αγριάδας, το καθάρισμα τού αγρού μετά το όργωμα ή μετά την αύξηση τού σπαρτού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”